- πτερωτῶν
- πτερωτόςfeatheredfem gen plπτερωτόςfeatheredmasc/neut gen plπτερωτόςfeatheredmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στρουθιόμορφα — Η πιο πολυάριθμη και πιο σύνθετη τάξη πουλιών, που περιλαμβάνει πάνω από 5000 είδη, συνήθως μικρά ή μέτρια. Το σχήμα του σώματος, το ράμφος, ο χρωματισμός του πτερώματος και το κελάδημα ποικίλλουν πολύ. Οι φτερούγες, πολύ αναπτυγμένες, έχουν 9 11 … Dictionary of Greek